προφασίζομαι

προφασίζομαι
выставлять, приводить в качестве предлога; ссылаться (на что-л.); отговариваться (чём-л.), придумывать оправдание;

προφασίστηκε πώς είχε δουλιά — он утверждал, будто был занят;

προφασίζομαι άγνοιαν (ασθένειαν) — ссылаться на незнание (болезнь);

προφασίζομαι αδιαθεσία — отговариваться нездоровьем


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "προφασίζομαι" в других словарях:

  • προφασίζομαι — προφασίζομαι, προφασίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προφασίζομαι — allege by way pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφασίζομαι — ΝΜΑ [πρόφασις] προβάλλω κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα, προσχηματίζομαι (α. «προφασίστηκε αδιαθεσία και δεν ήλθε» β. «τὸν μῆνα προυφασίσαντο», Θουκ. γ. «ἀρρωστεῑν προφασίζεται», Δημοσθ.) αρχ. 1. αναφέρω ως κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ… …   Dictionary of Greek

  • προφασίζομαι — προφασίστηκα, προβάλλω κάτι ως πρόφαση, ως δικαιολογία: Προφασίστηκε αδιαθεσία και ζήτησε άδεια να φύγει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προφασίζεσθε — προφασίζομαι allege by way pres imperat mp 2nd pl προφασίζομαι allege by way pres ind mp 2nd pl προφασίζομαι allege by way imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφασιζομένων — προφασίζομαι allege by way pres part mp fem gen pl προφασίζομαι allege by way pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφασιζόμεθα — προφασίζομαι allege by way pres ind mp 1st pl προφασίζομαι allege by way imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφασιζόμενον — προφασίζομαι allege by way pres part mp masc acc sg προφασίζομαι allege by way pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφασισάμενον — προφασίζομαι allege by way aor part mp masc acc sg προφασίζομαι allege by way aor part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφασισόμεθα — προφασίζομαι allege by way aor subj mp 1st pl (epic) προφασίζομαι allege by way fut ind mp 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφασίζου — προφασίζομαι allege by way pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) προφασίζομαι allege by way imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»